ακρόαση

ακρόαση
Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι-ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ. Εκφράσεις σχετικές είναι οι εξής: Δέχομαι σε α., ζητώ α., έγινε δεκτός σε α., ημέρα α. και η παροιμία ούτε φωνή ούτε α. που δηλώνει την έλλειψη ενδιαφέροντος από κάποιον γι’ αυτά που λένε οι άλλοι. (Θρησκ.) Α. ήταν (από τον 3ο αι. και μετά) το δεύτερο στάδιο μιας καθορισμένης διαδικασίας για τη συγχώρεση και επαναφορά στους κόλπους της εκκλησίας ενός χριστιανού που είχε αφοριστεί για κάποιο βαρύ αμάρτημα. Τα στάδια αυτά ήταν η πρόσκλαυσις, η α., η υπόπτωσις, η σύστασις και η μέθεξις. Στη διάρκεια της α., ο αφορισμένος που μετανοούσε μπορούσε να μπει μόνο στον νάρθηκα του ναού και μόνο μέχρι το τέλος του κηρύγματος οπότε ήταν υποχρεωμένος να βγει από τον ναό χωρίς να μπορεί να παρακολουθήσει τη λειτουργία. Τα άλλα στάδια άρχιζαν από την παραμονή του έξω από τον ναό (πρόσκλαυση), όπου παρακαλούσε τους πιστούς να προσευχηθούν και γι’ αυτόν στον Θεό, και τέλειωναν με την ολοκληρωτική του συγχώρεση, όπου και του επιτρεπόταν να μεταλάβει (μέθεξη). Η διάρκεια για κάθε στάδιο εξαρτιόταν από τον βαθμό μετάνοιας που έδειχνε, τη βαρύτητα του αμαρτήματός του, το μέγεθος της μετάνοιάς του, την πίστη του κλπ.(Ιατρ.) Α. είναι η μέθοδος για την παρακολούθηση των ήχων που παράγονται σε διάφορες περιοχές του σώματος και ιδιαίτερα στους πνεύμονες, στην καρδιά, στην κοιλιακή χώρα και στα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία. Διακρίνεται στην άμεση α., που γίνεται με απευθείας τοποθέτηση του αφτιού στο σημείο κάτω από το οποίο παράγεται ο ήχος που θέλουμε να ακούσουμε, και στην έμμεση α. που γίνεται με το στηθοσκόπιο. Το όργανο αυτό εφευρέθηκε το 1918 από τον Λαενέκ και είχε ευρύτατη διάδοση. Στους πνεύμονες, ο ήχος που παράγεται λέγεται αναπνευστικό ψιθύρισμα και αποτελείται από το εισπνευστικό και το εκπνευστικό ψιθύρισμα. Σε παθολογικές καταστάσεις οι ήχοι αυτοί είναι αλλοιωμένοι (έντονοι, ήχοι τριβής, ξεροί ή υγροί ρόγχοι, τραχείς, φυσήματα, υπόστροφοι κλπ.) ή σταματούν εντελώς (αναπνευστική σιγή). Ένα βοηθητικό μέσο για τη διάγνωση είναι η πρόκληση βήχα που επιτρέπει τη διαπίστωση μιας παθολογικής κατάστασης. Στην καρδιακή χώρα οι ήχοι που παράγονται είναι διπλοί και αντιστοιχούν στη συστολή και τη διαστολή που κάνουν οι κοιλίες. Σε παθολογικές καταστάσεις, οι ήχοι αυτοί αντικαθίστανται από άλλους (φυσήματα) ή γίνονται πιο τραχείς, δεν έχουν την κανονική τους ένταση κλπ. Άλλα σημεία στα οποία γίνεται α. είναι οι αρτηρίες, οι φλέβες και η κοιλιακή χώρα, όπου συνήθως εφαρμόζεται για να διαπιστωθεί αν υπάρχει τριβή ή για να καθοριστούν τα όρια των σπλάχνων. Τέλος, α. γίνεται και για τη διάγνωση παθολογικών καταστάσεων του αφτιού. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η εμφύσηση αέρα στο μέσο αφτί με τη βοήθεια ενός καθετήρα, οπότε οι διάφοροι ήχοι (ψόφοι) που παράγονται (στην ευσταχιανή σάλπιγγα και στο κοίλο μέρος του τυμπάνου) επιτρέπουν τη διαπίστωση ή όχι κάποιας πάθησης (στένωση, υπερτροφία ή διεύρυνση της σάλπιγγας, ατροφία ή συμφύσεις του τυμπάνου κλπ.). (Μουσ.) Α. (audition) σημαίνει την ιδιωτική ή δημόσια εκτέλεση ενός μουσικού έργου. Πρώτη α. είναι η πρώτη εκτέλεση ή η πρώτη εμφάνιση ενός καλλιτέχνη. Επίσης α. λέγεται η εξέταση ενός τραγουδιστή ή μουσικού για να διαπιστωθεί αν είναι ικανός ή όχι ικανός για την εξάσκηση του επαγγέλματός του ή για να προσληφθεί κάπου. (Νομ.) Η ποινική δικονομία επιβάλλει σε πολλές περιπτώσεις την α. κατήγορου και κατηγορουμένου. Η έλλειψη α. αρκεί καμιά φορά για να γίνει αναίρεση.
* * *
η (Α ἀκρόασις)
προσεκτική παρακολούθηση ομιλίας, διδαχής ή μουσικής
νεοελλ.
1. εξέταση ασθενούς από γιατρό με γυμνό αφτί ή στηθοσκόπιο
2. η μετά από αίτηση και σε προκαθορισμένο χρόνο υποδοχή κάποιου από επίσημο πρόσωπο ή και, γενικά, ανώτερη αρχή για υποβολή αιτημάτων, παραπόνων κ.λπ.
3. φρ. «ούτε φωνή ούτε ακρόαση», γι' αυτούς που δεν ενημερώνουν τους άλλους για την τύχη τους, που δεν ειδοποιούν, δεν δίνουν σημεία ζωής
μσν.
το να είναι κανείς ακροώμενος*, να διανύει το δεύτερο στάδιο τής μετανοίας
αρχ.
1. (γενικά) το να ακούει κανείς κάποιον
2. υπακοή, πειθαρχία
3. αυτό που ακούει κανείς, μάθημα, ομιλία, απαγγελία, διήγηση
4. ακροατήριο
5. Φυσική ακρόασις, τίτλος συγγράμματος τού Αριστοτέλη
6. φρ. «ἀκρόασιν ποιοῡμαι τινός» — ακροώμαι*
«κλέπτω τὴν ἀκρόασίν τινος», αναγκάζω κάποιον να με ακούσει εξαπατώντας τον, με τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροαστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακρόαση — η 1. το να ακούει κανείς με προσοχή: Μετά την ακρόαση του Ευαγγελίου ακολούθησε το κήρυγμα. 2. το να γίνεται κανείς δεκτός και να ακούεται από επίσημα πρόσωπα: Ζήτησα ακρόαση από τον πρύτανη. 3. (ιατρ.), η εξέταση από το γιατρό του αρρώστου με το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ακροαστικός — ή, ό [ακρόαση] 1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση 2. ο κατάλληλος για ακρόαση, κυρίως τα κατάλληλα για ακρόαση σημεία τού σώματος κατά την ιατρική εξέταση 3. το ουδ. ως ουσ. τα ακροαστικά 4. Ιατρ. στην ιατρική ζαργκόν* λέγεται κατά παράλειψη… …   Dictionary of Greek

  • στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • παρακρόασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [παρακροώμαι] μσν. ακρόαση αρχ. 1. επιπόλαιη, εσφαλμένη ακρόαση 2. απείθεια, ανυπακοή …   Dictionary of Greek

  • σιλέντιον — και σελέντιον, τὸ, ΜΑ (μσν) 1. το μυστικό συμβούλιο τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων 2. αυτοκρατορική ακρόαση, ακρόαση από τον αυτοκράτορα (αρχ. μτφ.) η μεταμόρφωση τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. silentium «σιωπή, ησυχία»] …   Dictionary of Greek

  • στηθοσκόπιο — (Ιατρ.). Ιατρικό όργανο που χρησιμοποιείται για την ακρόαση της καρδιάς, του θώρακα και περιοχών του σώματος, όπου δεν εφαρμόζει καλά το αυτί (υπερκλείδιοι βόθροι, μασχαλιαία κοιλότητα κ.ά.). Στην απλούστερή του μορφή πρόκειται για έναν κοίλο… …   Dictionary of Greek

  • τηλεακρόαση — η, Ν ιατρ. η ακρόαση τών ήχων τής καρδιάς από απόσταση με τη χρήση ειδικών συσκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + ακρόαση] …   Dictionary of Greek

  • ακροαματικός — ή, ό 1. αυτός που προορίζεται για ακρόαση: Παρουσίασε μονάχα το ακροαματικό μέρος του έργου. 2. αυτός που γίνεται με την ακρόαση: Από την ακροαματική διαδικασία δεν αποδείχτηκε η ενοχή του κατηγορουμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”